Εγώ αυτοβαφτίστηκα
του ΣΙΚ η Γραμματέας.
H
Sike είπε Εκτελεστικός,
γιατί εν ποιο γουάου
(ποιητική αδεία).
Επειδή εν τζαι μόνο το μπλα μπλα,
μα πρέπει να'χουμε δράση,
θα σας πω τι έγινε,
εθαύμασα την κράση
(μου).
Έφυα -που λέτε- την Παρασκευή
που το διαμερισματούδι
να πάω στη Δημοτική Αγορά
να πιερώσω ένα προστιματούδι.
Πριν να μαυρολαώνεστε
θέλω να εξηγήσω,
άρκησα στο παρκόμετρο
σαράντα λεπτούθκια, γράφει το,
τζαι εγράψαν με, εν για να παττήσω..
Εγώ εν λυπούμαι άλλους που επαρανόμησαν,
γιατί να λυπηθούν εμένα;
Όπως τζαι να'χει ντρέπουμαι,
μα έννεν τούτο το θέμα. Είπα πως εν θα ταραχτώ,
να πάει καλά η μέρα.
Μα που έτσι τύχη μάνα μου
εν τζαι είμαι ο Μπαντέρα.
(εν ξέρω, θεωρώ τον πολλά ίλαρο!)Πριν να φτάσω να φκω του μπλοκ,
να σου μια γαούρα
πετάσσει το ποτσίαρο
πόξω που το παράθυρο!
Παίζω της την πουρού
τζαι άρκεψεν τζαι εβούρα!
Πιάννω την ποτάπισων
πέρκι την ιγωνιάσω
αλλά τζείνη με το Audi
τζαι γω με την Μιτσουπισιάν
πού -μάνα μου- να την φτάσω;
Τέλοσπαντων, είπα τζαι γω,
ο ΣΙΚ θα καταλάβει.
Μόνο κανένας με κουρσού
ήταν να την προλάβει.
Φτάνω στο ππάρκιν της Αγοράς
που εν τα ταμεία του Δήμου
τζαι ππαρκάρω τον γάρο μου,
σικκιρτισμένη εν ήμουν.
Πιάνω την πορτοφόλα μου
τζαι ίσια που κατεβαίνω,
κλειώνω τζαι αρκέφκω τζαι βουρώ
πρέπει να πάω τζαι δουλειά,
άτε τζαι προλαβαίνω.
Ανταν τζαι κοντέφκω τζιαχαμέ
τζαι θωρώ το ππάρκιν,
ΤΟ ΠΠΑΡΚΙΝ ΤΟ ACCESIBLE
να'ν πιασμένο'πό'ναν σαραβάλλιν,
ίσια επιάν με τα ίχλιχλι μου
σκοτείνιασεν το δειν μου
τζαι εδεκάθκιαζα τη φάτσαν μου
που εν είχα
το φυλλαδιίν μου!
Πιερώνω τζαι ίσια στρέφουμαι
στο αυτοκινητίν μου
αννοίω το ταμπλώ τζαι φκάλλω το
το φυλλαδιίν μου.
Ισιώνω ευτύς αλλήθωρη,
πελλή τζαι κουρτισμένη
αλλά ο άθρωπος έφυε
τζαι εστράφηκα χτιτζιασμένη.
Κινώ κατά τη δουλειά
τζαι ήμουν μες στη Νίκης.
Μπροστά μου μια χλιδάτη Μερσεντές
Τζαι ποια εν έθελε να'ν δική της.
Μα αννοίει το παράθυρο
ο γάρος που την εκράταν
τζαι πετάσσει το ποτσίαρο
ΑΜΑΝΑ ΜΟΥ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΜΑΝΑ ΜΟΥ!!
Πέζω του λλίον την πουρού,
είδε με που το καθρεφτούι,
άρκεψε τζαι τούτος να βουρά
τζαι'γω πίσω του χτιτζιαρούι!
Έφυε μου η μια το πρωί,
έφυε μου τζαι ο άλλος
ε τούτος εν πάει πούποτε
Εν πά' να μου φκει κάλλος;
(πάτα πάτα την πεζίνα εννοώ κοπέλλια)Τζαι α μάνα μου πλευρίζω τον
στα φώτα του Μακαρείου.
Αννοίω το παράθυρο,
φορώ τζαι ένα χαμόγελο,
ε άνοιξε το παράθυρο ρε πίου!!
Στο τέλος άνοιξεν το τζαι τζείνος,
ευτυχώς εκαήλησέν μου.
"Καλημέρα", λαλώ χαμογελαστή
"Καλημέρα", λαλεί τζαι εχαμογέλασέν μου.
"Είσαι καλά;" ρωτώ εγιώ.
"Καλά, εσύ;" τζείνος αποκρίθην,
με σπαστά ελληνικά.
(Αλόπως ενόμισεν εκόλλουν του,
εν γι'αυτό που επολοήθην.)
"Καλά τζαι γω" του απαντώ
τζαι συνεχίζω ευτύς,
κάμνω τζαι την κίνηση
τζαι ο άλλος έμεινε να θωρεί.
"Τασάκι έshει η Μερσεντές;"
Ίσια έδισεν το βρύιν του
"Όχι" απαντά ποθκιάντραπα,
σαν τον εκάρφωνεν το δειν μου.
Συνεχίζω με χαμόγελο
τζαι με περίσσια χάρη
τζαι λαλώ του αμπαλατέξ
"να βάλεις ένα τζαι εν φτηνό,
εν κρίμα, τόση Μερσεντέξ
να έshει αίπιν, (ΓΑΡΕ!)".
Τζαι χαμογελώντας επάλαρα
τζαι έφκηκα το ανήφο(ρο)ν,
με τόρμη τζαι με πάθος
τζαι άφηκα τον χάσκωντα
να γυρεύκει που εν το λάθος.